- χόλιασμα
- το, Ν [χολιάζω]οργή, θυμός ή δυσαρέσκεια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χόλιασμα — το, ατος χολή, δυσαρέσκεια, κάκιωμα: Θα του περάσει το χόλιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χολιαστικός — ή, ό, Ν [χολιάζω] αυτός που γίνεται με χόλιασμα ή αυτός που προέρχεται από χόλιασμα … Dictionary of Greek
κάκιωμα — το το αποτέλεσμα του κακιώνω, θυμός, κακία, χόλιασμα, δυσαρέσκεια: Μεταξύ φίλων δεν πρέπει να υπάρχει κάκιωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)